Έχουν καταβληθεί επανειλημμένες προσπάθειες από την Τουρκία για αναγνώριση χωριστής κρατικής οντότητας στα κατεχόμενα εδάφη με σκοπό την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 13 Φεβρουαρίου 1975, τρεις μόλις μέρες μετά την υποβολή προτάσεων από την ελληνοκυπριακή πλευρά για επίλυση του κυπριακού προβλήματος, ανακοινώθηκε με δήλωση του Ραούφ Ντενκτάς η εγκαθίδρυση του λεγόμενου ‘Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου’. Στο προοίμιο του ‘Συντάγματος’ του κράτους Ντενκτάς αναφέρεται ότι οι προτάσεις που υποβλήθηκαν στις διακοινοτικές συνομιλίες αγνοούσαν την πραγματικότητα της υφιστάμενης κατάστασης και αναγνώριζαν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα μόνο καθεστώς μειονότητας. Πρόκειται όπως έχει ορθά λεχθεί για την πρώτη φορά που προοίμιο συντάγματος ομοσπόνδου κράτους: ‘θεμελιώνει την γένεση αυτού στην έχθρα της συνομοσπόνδου κοινότητος’ (Κασιμάτης, Γ., ‘Παρατηρήσεις επί του Συντάγματος Ντενκτάς’, σελ. 864. Για το Σύνταγμα Ντενκτάς βλ. εξάλλου αναλυτικά Τορναρίτη, Κ., Το Προβαλλόμενο σαν Σύνταγμα του Φερόμενου Τουρκικού Ομοσπόνδου Κράτους της Κύπρου. Για τις τουρκικές απόψεις βλ. Nedjatigil, A., Cyprus: Constitutional Proposals and Developments, ‘Turkish Federal State of Cyprus’). Στην πραγματικότητα η ίδρυση του ‘Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου’ αποτελούσε μια προσπάθεια ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας στο ψήφισμα 367/75 της 12 Μαϊου 1975 εξέφρασε τη λύπη του για τη μονομερή δήλωση Ντενκτάς, θεωρώντας ότι τείνει να επηρεάσει δυσμενώς τη συνέχιση των διακοινοτικών συνομιλιών.
Στις 15 Νοεμβρίου 1983 ο Ντενκτάς μετέβαλε μονομερώς το ‘τμήμα κράτους’, που είχε ανακηρύξει σχεδόν εννιά χρόνια νωρίτερα με το ‘Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος’, σε ‘πλήρες και ανεξάρτητο κράτος’ (Για το θέμα βλ. Κληρίδης, Λ., ‘Η Νομική Ακυρότητα της Μονομερούς Ανακήρυξης Ανεξάρτητου Κράτους από την Τουρκοκυπριακή Ηγεσία, του ιδίου, ‘Ο Ντενκτάς και το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης του Ψευδοκράτους: Η Νομική Πτυχή του Θέματος’, Χρυσοστομίδης, Κ., Το Κράτος της Κύπρου στο Διεθνές Δίκαιο, σελ. 153 κ.ε, Κρατερος, Ι., ‘Σημειώσεις για Ορισμένα Νομικά Ζητήματα της Νέας Κυπριακής Κρίσης’). Η ανακήρυξη της ‘Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου – ΤΔΒΚ’, η οποία εγκρίθηκε ομόφωνα από την ‘τουρκοκυπριακή νομοθετική συνέλευση’, λάμβανε χώρα εννιά μέρες μετά την εκλογική νίκη του Τουρκούτ Οζάλ στις βουλευτικές εκλογές της Τουρκίας. Την ίδια ημέρα, εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών δήλωσε ύστερα από συνεδρίαση του τουρκικού Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας ότι η Τουρκία είναι εγγυήτρια δύναμη της ‘ΤΔΒΚ’. Η διεθνής καταδίκη της ανακήρυξης της ‘ΤΔΒΚ’ ήταν άμεση. Το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε τη δήλωση απόσχισης μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας με το ψήφισμα 541/83 της 18ης Νοεμβρίου 1983. Στο ψήφισμα τονιζόταν ότι η σχετική δήλωση ήταν νομικά άκυρη, ενώ καλούνταν όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν οποιοδήποτε άλλο κυπριακό κράτος εκτός από την Κυπριακή Δημοκρατία. Στο ψήφισμα 550/84 της 11ης Μαϊου 1984 το Συμβούλιο Ασφαλείας επαναβεβαίωσε το ψήφισμα 541/83 και καταδίκασε όλες τις περαιτέρω αποσχιστικές πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης και της δήθεν ανταλλαγής πρεσβευτών μεταξύ της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, τις οποίες θεωρεί παράνομες.
Παρόμοια υπήρξε η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Επιτροπή με τη Δήλωση της 16ης Νοεμβρίου 1983 καταδίκασε τη δήλωση Ντενκτάς για ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’ και τόνισε ότι εξακολουθεί να θεωρεί τη κυβέρνηση Κυπριανού ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπρόσθετα κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να μην αναγνωρίσουν τη σχετική ενέργεια και επιβεβαίωσε τη στήριξή της προς την ανεξαρτησία, κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σημαντική είναι εξάλλου η Δήλωση της 10ης Ιουνίου 1985 στην οποία προέβηκαν οι δέκα υπουργοί των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την οποία επιβεβαίωσαν ότι δεν αναγνωρίζουν την ‘ΤΔΒΚ’ ή οποιεσδήποτε ‘συνταγματικές’ μεταβολές στη Βόρεια Κύπρο, όπως τις λεγόμενες ‘προεδρικές εκλογές της 9ης Ιουνίου 1985. Την ενέργεια ανακήρυξης της ‘ΤΔΒΚ’ καταδίκασε εξάλλου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμα της 17ης Νοεμβρίου 1983, ενώ με το ψήφισμα της 13 Σεπτεμβρίου 1985 επιβεβαίωσε τη δήλωση των δέκα υπουργών εξωτερικών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Η ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’ καταδικάστηκε εξάλλου με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1983, η εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία τονίστηκε ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της Κύπρου. Ακολούθησε το ψήφισμα 816/84 της 21ης Μαρτίου 1984 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, με το οποίο επίσης καταδικάστηκε η παράνομη ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’. Η ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’, καθώς και όλες οι επακόλουθες αποσχιστικές πράξεις, όπως το ‘δημοψήφισμα’ του Μαϊου του 1985 και οι ‘προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές’ του Ιουνίου 1985 καταδικάστηκαν ως νομικά άκυρες και από την Όγδοη Συνδιάσκεψη των Αρχηγών Κυβερνήσεων του Κινήματος των Αδεσμεύτων, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Χαράρε την 1η Ιουνίου 1986. Η παράνομη ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’ καταδικάστηκε εξάλλου στη συνδιάσκεψη των Αρχηγών Κυβερνήσεων της Κοινοπολιτείας, που πραγματοποιήθηκε στο Νέο Δελχί στις 23 – 29 Νοεμβρίου 1983.
Το καθεστώς της ‘ΤΔΒΚ’ έτυχε εξέτασης σε σημαντικές υποθέσεις. Η υπόθεση Caglar (Caglar v. Billingham (Inspector of Taxes) [1996] STC (SCD) 150) αφορούσε τους ισχυρισμούς των υπαλλήλων ενός γραφείου που αυτοχαρακτηριζόταν ως η βρετανική αντιπροσωπεία της ‘ΤΔΒΚ’, σύμφωνα με τους οποίους ως εργαζόμενοι στην υπηρεσία αντιπροσωπείας ξένους κράτους δικαιούνταν να απαλλαγούν από την καταβολή φόρου εισοδήματος. Κρίθηκε ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν αποτελούσε αναγνωρισμένο κράτος και ότι το μόνο κράτος που αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι η Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπρόσθετα, τονίστηκε ότι ακόμα κι αν θεωρηθεί πως η απαλλαγή από την καταβολή φόρου εισοδήματος καλύπτει ακόμα και κράτη τα οποία δεν αναγνωρίζονται από τη βρετανική κυβέρνηση, θα ήταν και πάλι αδύνατο να θεωρηθεί ότι η ‘ΤΔΒΚ’ αποτελεί κράτος, εφόσον δεν διαθέτει την ικανότητα να συνάψει σχέσεις με άλλα κράτη.
Στην υπόθεση Veysi Dag (Veysi Dag v. Secretary of State for the Home Department (2002) 122 ILR 529) ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι Τουρκοκύπριος, κάτοχος διαβατηρίου της ‘ΤΔΒΚ’ και ζήτησε άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένα αίτημα που δεν έγινε δεκτό από το βρετανικό υπουργείο εσωτερικών. Ο αιτητής προσέφυγε στο δικαστήριο επικαλούμενος παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 αναφορικά με το Καθεστώς των Προσφύγων. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή και παρατήρησε ότι η ‘ΤΔΒΚ’, δηλαδή ένα κράτος το οποίο δεν αναγνωρίζεται διεθνώς, δεν θα μπορούσε να αποτελεί το κράτος καταγωγής του αιτητή, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης. Το Δικαστήριο παρατήρησε εξάλλου, ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε και κράτος προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή, εφόσον η βόρεια Κύπρος αποτελούσε έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε εξάλλου η απόφαση του Εφετείου των ΗΠΑ στην υπόθεση Goldberg. (Autocephalous Greek – Orthodox Church of Cyprus and Another v. Goldberg and Another 917 F 2d 278 [1990]. Η Εκκλησία της Κύπρου και η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν προσφύγει στα αμερικανικά δικαστήρια με σκοπό την ανάκτηση των ψηφιδωτών που είχαν κλαπεί από την εκκλησία της Παναγιάς της Κανακαριάς στην κατεχόμενη Κύπρο. Τα ψηφιδωτά είχαν αγοραστεί από τη Goldberg στη Γενεύη το 1988. Η ‘ΤΔΒΚ’ είχε ζητήσει να παρέμβει στη δικαστική διαδικασία, ένα αίτημα που απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο με το αιτιολογικό ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν ήταν κράτος. Η Goldberg ζήτησε παραταύτα από το Ανώτατο Δικαστήριο να αναγνωρίσει την ‘ΤΔΒΚ’ ως de facto κυβέρνηση και να θεωρήσει ότι τα διατάγματα της ‘ΤΔΒΚ’ με τα οποία κηρύχθηκαν τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς ως εγκαταλειμμένη περιουσία ήταν νόμιμα. Το Αμερικανικό Εφετείο παρατήρησε ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν είχε καταφέρει να υποκαταστήσει την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της νήσου. Ως αποτέλεσμα, τα διατάγματα της ‘ΤΔΒΚ’ δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από τα αμερικανικά δικαστήρια.
Στην υπόθεση σταθμός Αναστασίου (Υπόθεση C- 432/92, R v. Minister of Agriculture, Fisheries and Food, ex p. S. P. Anastasiou (Pissouri) Ltd and Others [1994] Συλλογή Ι-3087) το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσο η εισαγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο κίτρων και πατατών από τη Βόρεια Κύπρο μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Οι αγγλικές αρχές είχαν καθιερώσει πρακτική με την οποία αναγνώριζαν τα φυτοϋγειονομικά πιστοποιητικά και τα πιστοποιητικά διακίνησης τα οποία εκδίδονταν από τις αρχές της ‘ΤΔΒΚ’ και όχι από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι η πρακτική των αγγλικών αρχών παραβίαζε το κοινοτικό δίκαιο, δηλαδή την Συμφωνία Σύνδεσης του 1972 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε συνδυασμό τόσο με το Πρωτόκολλο του 1977 που καθόριζε ότι το πιστοποιητικό διακίνησης ενός προϊόντος θα έπρεπε να εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, όσο και της Οδηγίας 77/93 που προέβλεπε ότι η έκδοση φυτοϋγειονομικών πιστοποιητικών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς των αιτητών και τόνισε ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αλλά ούτε και οποιοδήποτε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είχαν την εξουσία να μεταβάλουν μονομερώς τη Συμφωνία Σύνδεσης του 1972 ή να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου. Το Δικαστήριο σχολίασε ότι μόνο οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είχαν το δικαίωμα έκδοσης φυτοϋγειονομικών πιστοποιητικών, καθώς και ότι η αποδοχή οποιωνδήποτε πιστοποιητικών διακίνησης προϋποθέτει ένα υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης και διοικητικής συνεργασίας, η οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει με τις αρχές μιας μη αναγνωρισμένης οντότητας, όπως της ‘ΤΔΒΚ’. Οι Τουρκοκύπριοι μπορούσαν να υποβάλουν αιτήσεις για έκδοση πιστοποιητικών από τις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες ήταν πρόθυμες να εκδώσουν παρόμοια πιστοποιητικά εφόσον τα κίτρα και οι πατάτες εξάγονταν από τα νόμιμα λιμάνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το θέμα βέβαια μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ τέθηκε σε νέα βάση με τον Κανονισμό της Πράσινης Γραμμής.
Οι σημαντικότερες μέχρι σήμερα αποφάσεις αναφορικά με το καθεστώς της ‘ΤΔΒΚ’ προέρχονται πάντως από το ΕΔΔΑ. Στην πολυσήμαντη απόφαση Λοϊζιδου (Λοϊζίδου v. Τουρκίας, αποφάσεις 23ης Μαρτίου 1995 και 18ης Δεκεμβρίου 1996). Για την υπόθεση Λοϊζίδου συζητήθηκε μεταξύ άλλων το ζήτημα του στρατιωτικού ελέγχου της Τουρκίας επί της ‘ΤΔΒΚ’. Η υπόθεση αφορούσε στην συνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης απόλαυσης της περιουσίας της Τιτίνας Λοϊζίδου εξαιτίας της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής του 36.4% της Κύπρου. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Τουρκία ασκούσε αποτελεσματικό στρατιωτικό έλεγχο επί των κατεχομένων περιοχών, ο οποίος να την καθιστά υπεύθυνη για τις ενέργειες της ‘ΤΔΒΚ’ και για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πραγματοποιούνται στην κατεχόμενη Κύπρο. Αποδέχθηκε δηλαδή ότι η ‘ΤΔΒΚ’ αποτελεί κράτος μαριονέτα (puppet state), δηλαδή μια: ‘κατ’ όνομα μόνο κρατική οντότητα, η οποία στην πραγματικότητα βρίσκεται κάτω από ξένο έλεγχο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που η εγκαθίδρυση του εξαρτημένου κράτους έχει ως σκοπό την συγκάλυψη μιας έκδηλης παρανομίας’. Λογική συνέχεια της υπόθεσης Λοϊζίδου αποτέλεσε η απόφαση του ΕΔΔΑ στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας (Κύπρος v. Τουρκίας, απόφαση 10ης Μαϊου 2001). Το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση στην Κύπρο, ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν αναγνωρίζεται ως κράτος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ότι η Τουρκία είναι υπεύθυνη για τις ενέργειες της ‘ΤΔΒΚ’. Το Δικαστήριο διευκρίνισε μάλιστα ότι με δεδομένο τον συνολικό έλεγχο που ασκεί η Τουρκία επί των κατεχομένων περιοχών, η ευθύνη της Τουρκίας δεν περιορίζεται στις πράξεις των στρατιωτών της, αλλά αντίθετα επεκτείνεται και στις πράξεις της τοπικής διοικήσεως, η οποία επιβιώνει χάρη στην τουρκική στρατιωτική και πολιτική στήριξη.
Οι ως άνω αποφάσεις όμως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι επίλυσαν οριστικά το πρόβλημα της αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Η επιστήμη του διεθνούς δικαίου γνωρίζει τα όρια της ως προς το θέμα της αναγνώρισης κρατών. Τα όρια αυτά είναι η πολιτική αναγνώριση. Κανένας θετικός κανόνας διεθνούς δικαίου δεν εμποδίζει τις ΗΠΑ ή τη Βρετανία από το να αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος στο μέλλον. Το δίκαιο όμως, αν και δεν μπορεί να αποκλείσει τη μελλοντική αναγνώριση του ψευδοκράτους, μπορεί να την καταστήσει πιο δυσχερή. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν έχει την πολυτέλεια να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος, ενόσω η Κυπριακή Δημοκρατία αξιοποιεί διπλωματικά τις δικαστικές αποφάσεις. Οποιοδήποτε κράτος θα είναι διστακτικό να προχωρήσει σε μια αναγνώριση, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με σειρά ψηφισμάτων του ΟΗΕ, νοουμένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα αξιοποιεί τα ψηφίσματα αυτά στο διπλωματικό πεδίο. Θα πρέπει επομένως να γίνει κατανοητή η χρησιμότητα του διεθνούς δικαίου ως προς το θέμα της αναγνώρισης του ψευδοκράτους. Το διεθνές δίκαιο δεν αρκεί σύμφωνα με τις υφιστάμενες διεθνείς πραγματικότητες, για να αποκλείσει την αναγνώριση του ψευδοκράτους. Η ορθή αξιοποίηση του διεθνούς δικαίου από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή οποιαδήποτε προσπάθεια νομιμοποίησης της διεθνούς υπόστασης του ψευδοκράτους.
Είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που θα πρέπει να γίνουν κατανοητοί οι κίνδυνοι τους οποίους θέτει το οποιοδήποτε σχέδιο λύσης του κυπριακού και στο ερώτημα αν το ψευδοκράτος νομιμοποιείται έμμεσα μέσω του σχεδίου, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει με επαρκή νομικά ερείσματα, σε περίπτωση διάλυσης του «συνεταιρισμού», την αυτόνομη νόμιμη ύπαρξή του. Ο νομικός σύμβουλος του Κόφι Ανάν Ντιτιέ Πφίρτερ απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο το νέο κράτος αποτελεί μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή μια νέα νομική οντότητα, σχολίασε ότι: ‘το σχέδιο έχει επιλέξει τη μέθοδο της λεγόμενης παρθενογένεσης για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η προσέγγιση αυτή δεν καθιστά αναγκαία τη συμφωνία αναφορικά με την κατάσταση πραγμάτων η οποία επικρατούσε πριν τη διευθέτηση, επειδή ακριβώς η διευθέτηση θα αποτελεί την πηγή για όλα όσα θα είναι σχετικά στο μέλλον. Το σχέδιο περιέχει στοιχεία συνεχείας και για τις δύο πλευρές, τα οποία αντανακλώνται στις διατάξεις αναφορικά με τις προηγούμενες πράξεις και στον κατάλογο των συνθηκών που δεσμεύουν την Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία’. Πράγματι, το σχέδιο Ανάν είχε επιλέξει την πρωτόγνωρη μέθοδο της παρθενογένεσης, η οποία άφηνε ανοιχτό το ζήτημα της μετεξέλιξης του κράτους, ενώ στην πράξη αποδεχόταν την ύπαρξη δύο κρατών τα οποία ενώνονται σε ένα συνεταιρισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται στο άρθρο 2 § 1 της Ιδρυτικής Συμφωνίας ως ‘αδιάλυτος’. Το ερώτημα φυσικά που παρέμενε αναπάντητο ήταν ποιος θα εμποδίσει το συνεταιρισμό να διαλυθεί σε περίπτωση που τα μέρη φανούν απρόθυμα. Η φιλοδοξία για δημιουργία αδιάλυτων και αμετάβλητων Συνταγμάτων είναι μια θεμιτή φιλοδοξία, αλλά δεν είναι σε τελική ανάλυση τίποτα άλλο παρά φιλοδοξία.
Το γεγονός και μόνο ότι υποβλήθηκε το σχέδιο Ανάν ως πρόταση λύσης του κυπριακού 40 χρόνια μετά την παταγώδη αποτυχία του ζυριχικού πειράματος, το οποίο στόχευε στη δημιουργία ενός ακατάλυτου και αμετάβλητου Συντάγματος, θα έπρεπε να προβληματίσει τους συντάκτες του σχεδίου κατά πόσο οι υπαρκτές ανθρώπινες κοινωνίες μπορούν πράγματι να στηρίζουν το βίο τους σε εποικοδομητικές ασάφειες και συγκρουσιακές διατάξεις. Η τάση ορισμένων να αντιμετωπίζουν το ψευδοκράτος ως μια τουρκοκυπριακή περιοχή στην οποία διεξάγονται ελεύθερες εκλογές και στην οποία μπορούμε να περιδιαβάζουμε σαν τουρίστες διασαλεύει την ίδια τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους. Σε τελική ανάλυση, ο μεγαλύτερος κίνδυνος αναφορικά με την αναγνώριση του ψευδοκράτους προέρχεται από εμάς τους ίδιους.
*Η πιο πάνω ομιλία έγινε στα πλαίσια εκδήλωσης του Δημοκρατικού Κόμματος για την ίδρυση του ψευδοκράτους .